- στενάζετε
- στενάζωsigh deeplypres imperat act 2nd plστενάζωsigh deeplypres ind act 2nd plστενάζωsigh deeplyimperf ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στενάζεθ' — στενάζετε , στενάζω sigh deeply pres imperat act 2nd pl στενάζετε , στενάζω sigh deeply pres ind act 2nd pl στενάζεται , στενάζω sigh deeply pres ind mp 3rd sg στενάζετο , στενάζω sigh deeply imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) στενάζετε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενάζω — ΝΜΑ 1. εκβάλλω βαθιά και ηχηρή εκπνοή, αναστενάζω 2. συνεκδ. θρηνώ, γογγύζω αρχ. 1. αγανακτώ («μὴ στενάζετε κατ ἀλλήλων, ἀδελφοί», ΚΔ) 2. (μτβ.) θρηνώ για κάτι («τὸν δ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον οὐδεὶς φίλων στενάζει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό… … Dictionary of Greek